τάμα

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. υπόσχεση αφιέρωσης στον Θεό ή σε άγιο σε ανταπόδοση ζητούμενης χάρης, τάξιμο
2. συνεκδ. ανάθημα, αφιέρωμα, προσφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάγμα < τάσσω (πρβλ. πράμα: πράγμα)].