ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
το, Ν1. υπόσχεση αφιέρωσης στον Θεό ή σε άγιο σε ανταπόδοση ζητούμενης χάρης, τάξιμο2. συνεκδ. ανάθημα, αφιέρωμα, προσφορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τάγμα < τάσσω (πρβλ. πράμα: πράγμα)].