τάπις

English (LSJ)

[ᾰ], ιδος, ἡ, = δάπις (q.v., which is quoted as old Att. by Ael.Dion.Fr.116), X.Cyr.8.8.16, An.7.3.18,27, IG11(2).147 B 12 (Delos, iv/iii B.C.).

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
c. τάπης.

German (Pape)

ιδος, ἡ, spätere Form statt τάπης, auch δάπις; der accus. lautet τάπιδα, Xen. An. 7.3.27, Cyr. 8.8.16; Luc. Tox. 57.

Russian (Dvoretsky)

τάπις: ῐδος (ᾰ) ἡ Xen. = τάπης.

Greek (Liddell-Scott)

τάπις: [ᾰ], ιδος, ἡ, = δάπις, (ὅπερ φαίνεται ὅτι ἦτο ὁ παλαιότερος Ἀττικ. τύπος), Ξεν. Κύρ. 8. 8. 16, Ἀνάβ. 7. 3, 8 καὶ 27, Πλούτ., κλπ.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α
βλ. τάπητας.

Greek Monotonic

τάπις: [ᾰ], -ιδος, ἡ = δάπις, τάπης, σε Ξεν.

Middle Liddell

τᾰ́πις, ιδος, ἡ, = δάπις, τάπης, Xen.]