τέντωμα

Greek Monolingual

το, Ν τεντώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τεντώνω, τάνυσμα, τσίτωμα («το τέντωμα του σχοινιού»)
2. ξεδίπλωμα («το τέντωμα του πανιού»)
3. μτφ. διάπλατο άνοιγματέντωμα της θύρας»).