το, Ν τεντώνω1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τεντώνω, τάνυσμα, τσίτωμα («το τέντωμα του σχοινιού»)2. ξεδίπλωμα («το τέντωμα του πανιού»)3. μτφ. διάπλατο άνοιγμα («τέντωμα της θύρας»).