τάνυσμα

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276

Greek Monolingual

το, Ν
[[τανύ(ζ)ω]]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τανύω, τέντωμα
2. τέντωμα του κορμού, τών μελών του σώματος από νωθρότητα ή κόπωση ή συνήθως μετά από χασμουρητό, ανακλάδισμα
3. μτφ. ένταση προσπάθειας, σφίξιμο.