τέτραθλος: ὁ, ἡ, ὁ τεσσάρων ἄθλων ἀξιωθείς, Ψευδοχρυσ. τ. 8, σ. 223Ε.
-ον, Μαυτός που βραβεύθηκε σε τέσσερεις αγώνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἆθλος (πρβλ. πένταθλος)].