τίλιο

Greek Monolingual

το, Ν
1. το αφέψημα που παρασκευάζεται από άνθη και φύλλα της μικρόφυλλης φλαμουριάς, αλλ. λεπτόφυλλο φλαμούρι
2. το αφέψημα που παρασκευάζεται από άνθη και φύλλα της πλατύφυλλης φλαμουριάς, αλλ. πλατύφυλλο φλαμούρι
3. (φαρμ.) έγχυμα ανθέων διαφόρων ειδών φλαμουριάς, συνήθως της Tilia cordata και της Tilia platyphyllos, που περιέχει αιθέρια έλαια, βλεννώδεις και πικρές ουσίες καθώς και γλυκοσίδες φλαβονών και χρησιμοποιείται ως διαφορητικό, διουρητικό, αποχρεμπτικό και κατευναστικό υπό μορφή πώματος ή λουτρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tiglio < λατ. tilia «φιλύρα» < πτελέα.