φλαμούρι

Greek Monolingual

το, Ν
1. βοτ. φλαμουριά
2. το ξύλο της φλαμουριάς
3. αφέψημα από τα φύλλα της φλαμουριάς, τίλιο
4. βοτ. άλλη ονομασία του φυτού μελία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως].