τακτόμισθος

English (LSJ)

ὁ, taktomisthos, mercenary, a rank in the army of the Ptolemies. PPetr.3p.26, al. (iii B.C.), PLond.ined.2243 (iii B.C.), PGiss.2 ii 9 (ii B.C.), UPZ 31.3 (ii B.C.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

τακτόμισθος: ὁ, ὁ τάσσων τοὺς μισθούς, Πάπυρ. Αἰγυπτ. ἔκδ. Leem. σ. 21.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βαθμός στον στρατό τών Πτολεμαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάκτης + μισθός (πρβλ. ολιγόμισθος)].