η, Ν1. τεχνολ. εργαλείο χειρός, με δύο σκέλη, κατάλληλο κυρίως για εξαγωγή καί κοπή2. ιατρ. κοινή ονομασία της οδοντάγρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tanaglia].