τανάλια

Greek Monolingual

η, Ν
1. τεχνολ. εργαλείο χειρός, με δύο σκέλη, κατάλληλο κυρίως για εξαγωγή καί κοπή
2. ιατρ. κοινή ονομασία της οδοντάγρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tanaglia].