ταξιδεύω

Greek Monolingual

και παλ. γρφ. ταξειδεύω, ΝΜ ταξίδι
νεοελλ.
1. μεταβαίνω από έναν τόπο σε άλλον, ιδίως μακρινό, χρησιμοποιώντας μέσο μεταφοράς («μού φαίνεται πως πάω και ταξιδεύω / στην ερμιά του πελάγου», Σολωμ.)
2. περιηγούμαι, κάνω τουρισμό («ταξιδεύει στην Ανατολή»)
3. φρ. «αυτός ο καιρός δεν ταξιδεύεται» — αυτός ο καιρός δεν είναι κατάλληλος για ταξίδι με πλοίο
μσν.
αναλαμβάνω εκστρατεία ή βρίσκομαι σε εκστρατεία.