Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιηγούμαι

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

περιηγοῦμαι, -έομαι, ΝΜΑ
1. ταξιδεύω κάπου για να επισκεφθώ τα αξιοθέατα και να γνωρίσω τη ζωή τών κατοίκων, κάνω τουρισμό
2. επισκέπτομαι χώρο αρχαιολογικού φυσικού ή πολιτιστικού ενδιαφέροντος και βλέπω τα αξιοθέατα ή τα εκθέματα
μσν.-αρχ.
περιγράφω λεπτομερώς
αρχ.
1. οδηγώ κάποιον σε άγνωστο μέρος, του δείχνω τον δρόμο («Ἐπιάλτης γάρ ἐστι ὁ περιηγησάμενος τὸ ὄρος κατὰ τὴν ἀτραπόν», Ηρόδ.)
2. περιφέρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἡγοῦμαι «οδηγώ»].