Ν
1. θέτω κατά προδιαγεγραμμένη τάξη, σύμφωνα με ορισμένο σύστημα, κατατάσσω σε ορισμένη σειρά
2. τακτοποιώ, διευθετώ
3. (κυρίως σε ταχυδρομείο) είμαι ταξινόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + -νομώ (< -νόμος < νόμος), πρβλ. κληρο-νομώ. Το ρ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].