ταρ

English (LSJ)

acc. to Hdn.Gr.2.22 an enclit. Conjunction (παραπληρωματικὸς σύνδεσμος Trypho in Kenyon Class. Texts p.116), εἴ ταρ, οὔ ταρ, to be read in place of εἴτ' ἄρ', οὔτ' ἄρ', as in Il.1.65,93; there is Ms. authority for ταρ in 1.8, 2.761; in 18.182 one of the editions of Aristarch. had ταρ, the other γαρ, and codd. are divided: Cobet conjectured ταρ for γαρ, Il.10.61 (where his cj. is now confirmed by two codd.), and in other places, Misc.Crit.315:—on the relation between αὖταρ, αὖ, and ταρ, v. A.D.Conj.254.2.

Greek Monolingual

(I)
Α
σύνδεσμος εγκλιτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, από τὰ ἄρ, ενώ κατ' άλλους από τ' ἄρ (< τε/τοί + ἄρ επικ. τ. του συμπερασματικού συνδέσμου ἄρα)].
(II)
ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών αιγάγρων του ασιατικού γένους ημίτραγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tahr < thār, λ. της γλώσσας του Νεπάλ].

German (Pape)

nach den alten Grammatikern enklitische Konjunktion; so z.B. Il. 1.8 τίς τάρ σφωε θεῶν, jetzt τίς τ' ἄρ σφωε θεῶν; 1.65 εἴ ταρ ὅ γ' εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται, jetzt εἴτ' ἄρ' ὅ γ' εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται; s. Lehrs Quaest. Ep. p. 131. Dies τάρ ist in unsern Ausgaben überall beseitigt, man schreibt οὔτ' ἄρ' statt οὔ ταρ usw.; indessen ist das Wort τάρ, aus τὲ ἄρα entstanden, wohl eben so denkbar wie γάρ, aus γὲ ἄρα entstanden.