ημίτραγος

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο (Μ ἡμίτραγος, -ον)
νεοελλ.
ζωολ. γένος στο οποίο περιλαμβάνονται ουλότριχες άγριες αίγες
μσν.
(ως επίθ. του θεού Πανός) ο κατά το ήμισυ τράγος.