ταυροβόας
English (LSJ)
-ου, ὁ, bellowing like a bull, Orph.H.6.3.
German (Pape)
[Seite 1073] ὁ, der wie ein Stier brüllt, Orph. H. 5, 3, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ταυροβόας: -ου, ὁ, ὁ βοῶν ὡς ταῦρος, ἔχων φωνὴν ταύρου, Ὀρφ. 5. 3.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που έχει φωνή ταύρου, που μουγκρίζει σαν ταύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταύρος + -βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλεβόας].