ταυρόθυτος

English (LSJ)

ταυρόθυτον, at the sacrifice of a bull, λοιβή Orph.A.614.

German (Pape)

[Seite 1073] worauf od. wobei ein Stier geopfert wird, λοιβαί Orph. Arg. 612.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόθῠτος: -ον, ὁ γινόμενος κατὰ τὴν θυσίαν ταύρου, ταυροθύτους λοιβὰς Ὀρφ. Ἀργ. 612.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που γίνεται κατά τη θυσία ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -θυτος (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. θεόθυτος].