ταυρόφθαλμος

English (LSJ)

ταυρόφθαλμον, bull-eyed, Heph.Astr.2.2.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει μάτια ταύρου, ο βοϊδομάτης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταυρόφθαλμον
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ὀφθαλμός (πρβλ. αἰγόφθαλμος)].