βοϊδομάτης

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ισσα και -α, ουδ. -άτικο)
1. όποιος έχει μεγάλα μάτια σαν του βοδιού
2. σταφύλι με μεγάλες μαύρες ρόγες.