ταὐτίζω ΝΜΑ, και ταυτίσω Α ταὐτόνκαθιστώ κάτι εντελώς όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνωνεοελλ.μέσ. ταυτίζομαιεξομοιώνομαι, είμαι ίδιος με κάποιον ή με κάτι άλλο («οι γνώμες μας ταυτίζονται»).