ταυτοπρόσωπος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
(για σύνταξη) αυτός που παρουσιάζει ταυτοπροσωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μακροπρόσωπος.
-η, -ο, Ν
(για σύνταξη) αυτός που παρουσιάζει ταυτοπροσωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μακροπρόσωπος.