ταυτοσήμαντος
Greek Monolingual
-η, -ο / ταὐτοσήμαντος, -ον, ΝΜΑ
ταυτόσημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -σήμαντος (< σημαίνω), πρβλ. πολυσήμαντος].
-η, -ο / ταὐτοσήμαντος, -ον, ΝΜΑ
ταυτόσημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -σήμαντος (< σημαίνω), πρβλ. πολυσήμαντος].