ταχυδακτυλουργία
Greek Monolingual
η, Ν
1. η τέχνη να πραγματοποιεί κανείς, χάρη στην επιδεξιότητα τών δακτύλων, οπτικές απάτες ή απατηλά φαινόμενα, αλλ. θαυματοποιία, μαγεία, γοητεία
2. (γενικά) απατηλό τέχνασμα που εκτελείται με μεγάλη επιδεξιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + δάκτυλος + -ουργία (< -ουργός < έργον), πρβλ. ραδι-ουργία. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στην Ελ. Μανούσου].