ταχυδρομείο
Greek Monolingual
το, Ν
1. δημόσια υπηρεσία η οποία, έναντι ορισμένου τέλους, εκτελεί τη μεταφορά και την παράδοση στον προορισμό τους επιστολών, δεμάτων ή χρημάτων
2. το οίκημα στο οποίο στεγάζεται η παραπάνω υπηρεσία
3. το μεταφορικό μέσο με το οποίο γίνεται η μεταφορά τών επιστολών, τών δεμάτων ή τών χρημάτων από την παραπάνω υπηρεσία («εναέριο ταχυδρομείο»)
4. το σύνολο τών αντικειμένων που μεταφέρονται από την παραπάνω υπηρεσία («δεν μού έφεραν σήμερα το ταχυδρομείο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυδρόμος + επίθημα -είο(ν), πρβλ. τυπογραφ-είο(ν). Η λ., στον λόγιο τ. ταχυδρομεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].