ταχυμαθής
English (LSJ)
ταχυμαθές, quick to learn, Poll.4.11.
German (Pape)
[Seite 1076] ές, schnell, leicht lernend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠμᾰθής: -ές, ὁ ταχέως μανθάνων, Πολυδ. Δ΄, 11.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που μαθαίνει γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -μαθής (< μάθος (το) «μάθηση, γνώση» < μανθάνω), πρβλ. πολυμαθής].