τεγκτός
English (LSJ)
τεγκτή, τεγκτόν, (τέγγω)
A capable of being softened in water (opp. metal, which is τηκτόν), Arist.Mete.385b13 sq.
2 τεγκτούς· χρηστούς (leg. χριστούς), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1079] adj. verb. von τέγγω, benetzt, befeuchtet, erweicht, Arist. meteor. 4, 9; u. übertr., gerührt, auch = zum Mitleid zu bewegen, Sp.
Russian (Dvoretsky)
τεγκτός: [adj. verb. к τέγγω впитывающий влагу (ἔριον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
τεγκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τέγγω, ὁ δυνάμενος νὰ βραχῇ, ὡς τὸ ἔριον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μέταλλον ὅπερ εἶναι τηκτόν, ἀλλ’ οὐχὶ τεγκτόν, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 2 κἑξ. 2) ὃν δύναταί τις νὰ μαλάξῃ, Λατ. exorabilis· «τεγκτούς· χριστούς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τεγκτός, -ή, -όν, ΝΑ τέγγω
νεοελλ.
μτφ. μαλακός, υποχωρητικός, ελαστικός
αρχ.
1. αυτός που μαλακώνει όταν βραχεί
2. (κατά τον Ησύχ.) «τεγκτούς
χρηστούς».