τειχοσείστης

Greek (Liddell-Scott)

τειχοσείστης: -ου, ὁ, ὁ σείων, διασείων τείχη, Εὐστ. Πονημάτ. 291. 84, Μανασσ. Χρον. 4819· θηλ. -σειστρία, αὐτόθι.

Greek Monolingual

ό, θηλ. τειχοσείστρια, Μ
αυτός που σείει, που κλονίζει το τείχος («τους τειχοσείστας λίθους», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + σειστής (< σείω)].