τελειοτοκώ

Greek Monolingual

-έω, Α
γεννώ τέλεια νεογνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + -τοκῶ (< -τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. ὀλιγοτοκώ].