τεμάχιον
English (LSJ)
τό, slice, piece, small part, dim. of τέμαχος, Hp.Aff.43 (v.l.), Pl.Smp. 191e, Amphis 35, Crobyl.8.
German (Pape)
[Seite 1089] τό, dim. von τέμαχος, Plat. Conv. 191 e; übh. Bruchstück, Glied, Sp.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
τεμάχιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τέμᾰχος, Ἱππ. 526. 35, Πλάτ. Συμπ. 191Ε· λαβρακίου τεμάχια Ἄμφις ἐν «Φιλεταίρῳ» 1, Κρώβυλος ἐν Ἀδήλ. 1.
Greek Monotonic
τεμάχιον: τό, υποκορ. του τέμᾰχος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
τεμάχιον, ου, τό, [Dim. of τέμᾰχος, Plat.]
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.