τερατοκτονία

Greek Monolingual

η, Ν
φόνος τέρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -κτονία (< -κτόνος < κτείνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].