τετράδερμον

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
μσν.
τετράδιο, φύλλο περγαμηνής διπλωμένο στα τέσσερα
αρχ.
στέγασμα από διφθέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. μονόδερμος].