τὸ, ΜΑμσν.τετράδιο, φύλλο περγαμηνής διπλωμένο στα τέσσερααρχ.στέγασμα από διφθέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. μονόδερμος].