τετράετα

English (LSJ)

[ᾱ], τά, (ἀετός IV) a form of vaulting, consisting of four triangular surfaces, Arch.Anz.19.8 (Milet.).

Greek Monolingual

τὰ, Α
τύπος αψίδας που αποτελούνταν από τέσσερεις τριγωνικές επιφάνειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἀετός «αέτωμα»].