αέτωμα

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀέτωμα) ἀετός
η τριγωνική επίστεψη τών στενών πλευρών του αρχαίου ελληνικού ναού, η οποία σχηματίζεται από την κορνίζα της οροφής και της αμφίκλινης στέγης
αρχ.
το τρίγωνο της οροφής σπιτιού.