τετράθηρος

Greek (Liddell-Scott)

τετράθηρος: -ον, ὁ τέσσαρα ζῷα ἔχων, τετράθηρον ἅρμα τῶν Εὐαγγελίων (περὶ τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν) Ἰω. Χρυσ. τ. 6, Ὁμιλ. 122.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερα ζώα («τετράθηρον ἅρμα τῶν εὐαγγελίων» — οι τέσσερεις ευαγγελιστές, Ιωάνν. Χρυσ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -θηρος (< θήρ, θηρός «άγριο ζώο, θηρίο»), πρβλ. πολύθηρος].