τετράμορος
English (LSJ)
τετράμορον, in neut. τετράμορον, τό, four parts, κηροῖο Nic.Th.106, cf. Aglaïas 25.
German (Pape)
[Seite 1098] = τετράμοιρος, Nic. Th. 106.
Greek (Liddell-Scott)
τετράμορος: [ᾰ], -ον, τῷ προηγ., Νικ. Θηρ. 106.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τέσσερα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μορος (< μόρος), πρβλ. δίμορος].