τετράμυρον

English (LSJ)

[ᾰ], τό, an ointment compounded of four ingredients, Asclep. ap. Gal.13.1013.

Greek (Liddell-Scott)

τετράμῠρον: τό, φάρμακον παρεσκευασμένον διὰ τῆς ἀναμίξεως τεσσάρων μύρων, Γαλην. τ. 13, σ. 851.

Greek Monolingual

τὸ, Α
φάρμακο παρασκευασμένο από τέσσερα μύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + μύρον «ευώδες, αρωματικό έλαιο» (πρβλ. πεντάμυρον)].