τετράξυλο

Greek Monolingual

το, Ν
το ξύλινο πλαίσιο, που χρησιμεύει για τη στήριξη τών φύλλων τών θυρών και τών παραθύρων, η κάσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ξύλο. Η λ., στον λόγιο τ. τετράξυλον, μαρτυρείται από το 1895 στο Λεξικόν Στρατιωτικών Όρων του Αντ. Ηπίτη].