τετράπλεθρος
English (LSJ)
τετράπλεθρον, consisting of four plethra, Plb.6.27.2.
German (Pape)
[Seite 1098] vier Plethra oder Hufen Landes groß, Pol. 6, 27, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de quatre arpents.
Étymologie: τέσσαρες, πλέθρον.
Russian (Dvoretsky)
τετράπλεθρος: размером в четыре плетра (τὸ ἐμβαδόν Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
τετράπλεθρος: [ᾰ], -ον, συγκείμενος ἐκ τεσσάρων πλέθρων, ὥστε τὸ ἐμβαδὸν γίγνεσθαι τετράπλεθρον Πολύβ. 6. 27, 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει έκταση τεσσάρων πλέθρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πλέθρον (πρβλ. ἑξάπλεθρος)].
Greek Monotonic
τετράπλεθρος: [ᾰ], -ον, αυτός που αποτελείται από τέσσερα πλέθρα, σε Πολύβ.
Middle Liddell
τετρᾰ́πλεθρος, ον,
consisting of four plethra, Polyb.