τετράσειρον

English (LSJ)

[ᾰ], τό, quadrangular barn, granary, Hero *Geep.197, *Stereom.1.91 (better τετράσιρον): but τετράσειροι, = τετράοροι, Eust.1734.2.

Greek Monolingual

τὸ, Α
τετραγωνική αποθήκη σίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σειρον (< σειρός, άλλος τ. του σιρός «σιταποθήκη»). Ο τ. θα έπρεπε πιθ. να διορθωθεί σε τετράσιρον (πρβλ. και τετρασίριον)].