τετρασίριον
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
τό, small quadrangular barn, Hero *Mens.49.
Greek Monolingual
τὸ, Α
μικρή τετραγωνική σιταποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σίριον (< σιρός «σιταποθήκη)].