τετράσκαλμος

English (LSJ)

τετράσκαλμον, four-oared, D.S.40.1.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Rudern, D. Sic.

Russian (Dvoretsky)

τετράσκαλμος: с четырьмя уключинами, т. е. четырехвесельный (τὰ πλοῖα Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράσκαλμος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας σκαλμούς, τετράκωπος, τετρασκάλμου πλοίου Διοδ. Ἐκλογ. 632. 77.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις σκαλμούς, τετράκωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + σκαλμός «μικρός πάσσαλος, όπου στηρίζεται το κουπί» (πρβλ. πεντάσκαλμος)].