τετράχειρ

English (LSJ)

[ᾰ], χειρος, ὁ, ἡ, four-handed, of Apollo, IG5(1).259 (Sparta), Zen.1.54, Lib.Or.11.204, Hsch. s.v. κυνακίας.

German (Pape)

[Seite 1100] χειρος, ὁ, ἡ, vierhändig, Sp.; nach Zenob. 1, 54 Apollo in Lacedämon.

Greek (Liddell-Scott)

τετράχειρ: [ᾰ], χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τέσσαρας χεῖρας, Ζηνόβ. 1. 54.

Greek Monolingual

-ειρος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει τέσσερα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χειρ (< χείρ, «χέρι»), πρβλ. ἑκατόγχειρ].