τετρακόρωνος

English (LSJ)

τετρακόρωνον, four times a crow's age, Hes.Fr.171.2.

German (Pape)

[Seite 1098] vier Krähenalter habend, d. i. sehr alt, Hes. frg. 50, 2.

Russian (Dvoretsky)

τετρακόρωνος: живущий четыре вороньих века, т. е. очень долговечный (ἔλαφος Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰκόρωνος: -ον, ὁ τετράκις μακροβιώτερος κορώνης, Ἡσ. Ἀποσπ. 50. 2.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που ζει τέσσερεις φορές περισσότερο από την κουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κόρωνος (< κορώνη), πρβλ. τρικόρωνος].