τετραπληγία

Greek Monolingual

η, Ν
παράλυση που προσβάλλει συγχρόνως και τα τέσσερα άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetraplegia < τετρ(α)- + -πληγία (< πλήξ, -ηγός < πλήσσω)].