τετραχίτων

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, having four coats, of arteries, Anon. Lond.28.27.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει τέσσερεις χιτώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + χιτών (πρβλ. διχίτων)].