τετρόμματος

English (LSJ)

τετρόμματον, four-eyed, ἀριθμός, of the τετράς, Herm.in Phdr. p.107 A.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει τέσσερα μάτια
2. φρ. «τετρόμματος ἀριθμός» — η τετράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -όμματος (< ὄμμα, -ατος «μάτι»), πρβλ. μονόμματος].