τετράδα
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek Monolingual
η / τετράς, -άδος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετράς Α
νεοελλ.
1. σύνολο τεσσάρων όμοιων πραγμάτων («μια τετράδα ποτήρια»)
2. (στη γυμναστική) στοίχος από τέσσερα άτομα («στοίχηση κατά τετράδες»)
3. βιολ. α) (γενικά) το σύνολο τών τεσσάρων κυττάρων που προκύπτουν από τη μείωση η οποία συμβαίνει κατά την παραγωγή γαμετών και στα δύο φύλα τόσο στο ζωικό όσο και στο φυτικό βασίλειο
β) (στη γενετική) το σύνολο τών τεσσάρων χρωματίδων ενός οποιουδήποτε ζεύγους ομόλογων χρωματοσωμάτων κατά το στάδιο της διακίνησης της πρώτης μειωτικής διαίρεσης
γ) (στη βοτανική) το σύνολο τών τεσσάρων γυρεοκόκκων που παράγονται από το ίδιο μητρικό κύτταρο και οι οποίοι παραμένουν συγκολλημένοι μεταξύ τους
μσν.-αρχ.
1. η τέταρτη ημέρα της εβδομάδας, η Τετάρτη
2. φύλλο περγαμηνής διπλωμένο στα τέσσερα, τετράδιο
αρχ.
1. ο αριθμός τέσσερα
2. η τέταρτη ημέρα κάθε μήνα η οποία ήταν αφιερωμένη στον Ερμή («κούρῃ δὲ τε τετρὰς μέσση», Ησίοδ.)
3. χρονικό διάστημα τεσσάρων ημερών
4. τα τέσσερα τέταρτα της Σελήνης
5. η τετραρχία
6. παροιμ. «τετράδι γέγονας» — λεγόταν για εκείνους που κοπίαζαν για τους άλλους (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-(βλ. λ. τέσσερεις) + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. μον-άς / μον-άδα)].