μονόμματος
From LSJ
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
English (LSJ)
μονόμματον, one-eyed, A.ap.Str.7.3.6, Cratin.149, AP11.12 (Alc.); Κύκλωπες Str.1.2.10.
German (Pape)
[Seite 204] einäugig; Aesch. frg. 188; Cratin. b. Phryn. p. 138; Alc. 15 (XI, 12).
Russian (Dvoretsky)
μονόμμᾰτος: одноглазый Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μονόμμᾰτος: -ον, μόνοφθαλμος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 202, Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 14· πρβλ. μονώψ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονόμματος, -ον)
μονόφθαλμος, μονομάτης («τάχα δὲ καὶ τοὺς μονομμάτους Κύκλωπας ἐκ τῆς Σκυθικῆς ἱστορίας μετενήνοχε», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὄμμα, -ατος (πρβλ. γλαυκόμματος)].