τεχνητικός
English (LSJ)
τεχνητική, τεχνητικόν, artificial, refined, ἀσωτία Plb.32.11.10 cod. A Ath. (Schweigh. τεχνιτικός).
German (Pape)
[Seite 1103] künstelnd, künstlich, ἀσωτία, Pol. 32, 20, 9 bei Ath. X, 440 b.
Russian (Dvoretsky)
τεχνητικός: утонченный, изысканный (ἀσῳτία Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
τεχνητικός: -ή, -όν, ἔντεχνος, τεχνικός, Λατ. elaboratus, Πολύβ. 32. 20, 9 (ἀλλ. ὁ Schweigh. τεχνιτικός, ὁ L. Dind. τεχνητὴς ἢ τεχνικός).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α τεχνίτης
έντεχνος («Ὀροφέρνην εἰσαγαγεῖν τὴν Ἰακὴν καὶ τεχνητικὴν ἀσωτίαν», Πολ.).