τεχνική
Greek Monolingual
η, Ν
1. το σύνολο τών εργαλείων και τών μεθόδων παραγωγής που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια της ιστορίας
2. το σύνολο τών διεργασιών που χρησιμοποιούνται στην άσκηση ενός επαγγέλματος, μιας τέχνης, μιας επιστήμης για να επιτευχθεί ορισμένο αποτέλεσμα με την καλύτερη δυνατή απόδοση
3. ορθολογική και πρακτική χρησιμοποίηση τών φυσικών πόρων και τών νόμων της φύσης για την ικανοποίηση τών ανθρώπινων αναγκών
4. τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εργασίας ενός καλλιτέχνη ή μιας καλλιτεχνικής σχολής («η τεχνική του Πικάσο»)
5. τα τεχνικά μέσα που εξυπηρετούν τη μεθοδολογία μιας επιστήμης («η τεχνική της χημείας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. τεχνικός. Τη λ. δανείστηκαν από την Ελληνική οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. technic, γαλλ. technique].