τεϊόδενδρο

Greek Monolingual

το, Ν
(βοτ.-γεωπ.) λόγια ονομασία του αειθαλούς φυτού Camellia [ή Thea] sinensis, που ανήκει στο γένος καμέλια της οικογένειας τεΐδες και καλλιεργείται για τα νεαρά φύλλα και τους φυλλοφόρους οφθαλμούς του, από τα οποία παρασκευάζεται το τονωτικό αφέψημα τσάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέιο(ν) + δένδρο. Η λ., στον λόγιο τ. τεϊόδενδρον, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].